Γύρω και πάνω από τους λαμπρούς ναούς και τα άλλα κτίσματα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια ίσως του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα μ.Χ. και αναπτύχθηκε σταδιακά ένας οικισμός. Η μετατροπή σε χώρο κατοίκησης του ιερού του Απόλλωνα Πυθαίου/Πυθαέως συνδέεται με τις τεράστιες γεωπολιτικές, οικονομικο-κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές των αρχών του 4ου αιώνα. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Δύση προς την Ανατολή, η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη το 324 και η ιδιαίτερη σημασία που απέκτησαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ως εμπορικοί σταθμοί στον θαλάσσιο δρόμο τροφοδοσίας της Κωνσταντινούπολης από την Αίγυπτο είναι κάποιοι από τους παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά στη μετάβαση σε μια νέα εποχή. Επιπρόσθετα, η σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εγκατάλειψη των αρχαίων ιερών και την ανέγερση χριστιανικών ναών και οικιστικών μονάδων πάνω και δίπλα σε αυτά.
Ο πρώιμος βυζαντινός οικισμός της Αλάσαρνας φαίνεται να απλώνεται σε έκταση περίπου 6 χλμ. κατά μήκος της παραλιακής ζώνης δυτικά και ανατολικά των απαλλοτριωμένων σήμερα οικοπέδων, άλλοτε ιδιοκτησίας Πατέρα-Τσαγκαρούλη και Ιερομνήμονος, στη θέση Τσουκαλαριά ή Καμίνια. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για ένα συνεχόμενο οικισμό ή μάλλον για μικρότερους οικιστικούς πυρήνες κατά μήκος της νότιας ακτής που δεν πλήττεται από τους ισχυρούς βόρειους ανέμους. Ερείπια διακρίνονται σε κάποια σημεία και μέσα στη θάλασσα εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας στη διάρκεια των αιώνων. Στα τμήματα που ανασκάπτουμε στα προαναφερθέντα οικόπεδα αποκαλύφτηκαν κατάλοιπα πυκνής κατοίκησης της πρώιμης βυζαντινής περιόδου ενώ τα μεγάλα δημόσια θρησκευτικά κτίσματα, οι βασιλικές δηλαδή, της Αγίας Θεότητας και του πρεσβυτέρου Φωτεινού, με ψηφιδωτή επιγραφή, βρίσκονται ανατολικότερα, εγγύτερα προς το κέντρο του σημερινού χωριού της Καρδάμαινας. Δύο ακόμα βασιλικές στις θέσεις Αγία Βαρβάρα στα ανατολικά και Αράγκη στα δυτικά δίνουν το μέτρο της εξάπλωσης και της δημογραφικής ανάπτυξης του οικισμού
Τα αποτελέσματα της ανασκαφής
Η στρωματογραφία και τα λοιπά ανασκαφικά δεδομένα οδήγησαν στη διαπίστωση δύο χρονικών φάσεων. Η παλαιότερη εκτείνεται από τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα έως τον καταστρεπτικό σεισμό του 554 που δημιούργησε, σύμφωνα με τον σύγχρονο των γεγονότων ιστορικό Αγαθία τον Σχολαστικό (Ιστορίαι, Β,16), παλιρροϊκό κύμα το οποίο σάρωσε τα πάντα κατά μήκος των ακτών, όπου ήταν κτισμένοι και οι περισσότεροι οικισμοί. Ανασκαφικά οι συνέπειες του σεισμού εντοπίζονται σε ένα παχύ στρώμα καταστροφής που περιέχει πέτρες, κονιάματα και κεραμίδες από τις στέγες και τους τοίχους των σπιτιών που κατέρρευσαν. Η νεότερη φάση ξεκινά με τη δυναμική ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση των οικιστικών εγκαταστάσεων αμέσως μετά τον σεισμό και εκτείνεται έως τα μέσα του 7ου αιώνα, την εποχή δηλαδή των αραβικών επιδρομών που οδήγησαν στην ερήμωση όχι μόνο της Αλάσαρνας αλλά και των άλλων παραλιακών οικισμών της Κω και στη μετακίνηση του πληθυσμού προς το εσωτερικό του νησιού. O Abu 'l Ἁwar, ο Αβουλαβάρ κατά τον Θεοφάνη, ο οποίος είχε οριστεί από τον Μωαβία στρατηγὸς ναυπλοίας, λεηλάτησε το νησί το 654/5, έσφαξε τους κατοίκους και αιχμαλώτισε όσους επέζησαν, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Σύριο, μία πηγή του 12ου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια των πολυετών ανασκαφών του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποκαλύφθηκαν πυκνά δομημένες οικίες, μικρές αυλές, επιμήκεις αποθηκευτικοί χώροι, δρόμοι, πλατείες, εργαστηριακοί χώροι, καθώς και ένα ταφικό συγκρότημα που χρησιμοποιήθηκε και κατά τις δύο φάσεις ζωής του χώρου. Το μέτωπο του οικισμού απλωνόταν προς την πλευρά της θάλασσας, όπου ήταν το επίκεντρο μεγάλου μέρους των δραστηριοτήτων των κατοίκων, όπως η αλιεία, η μικρής και ευρύτερης κλίμακας θαλάσσια επικοινωνία καθώς και οι παράκτιες και μεγαλύτερων αποστάσεων εμπορικές συναλλαγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δρόμοι, ενίοτε πολύ στενοί, βαίνουν από Ν. προς Β., δηλαδή από τη θάλασσα προς τα ενδότερα του οικισμού. Αν και ο οικοδομικός ιστός είναι εν μέρει μόνο διευκρινισμένος, οι οικίες και των δύο φάσεων φαίνεται ότι εφάπτονται η μια της άλλης, είναι γενικά απλές και αποτελούνται από λίγα ορθογώνια δωμάτια τα οποία δεν διατάσσονται γύρω από αίθριο, όπως στις αστικές κατοικίες, αλλά συγκεντρώνονται κατά κανόνα από τη μία πλευρά μιας στενόμακρης αυλής. Η τοιχοδομία είναι απλή αργολιθοδομή με λάσπη ή ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό, τα δάπεδα είναι από σκληρό πατημένο χώμα ή επιστρωμένα με πλίνθινες κατά κανόνα ή και λίθινες πλάκες. Αν και σε ένα μικρό στενόμακρο χώρο έχει σωθεί η γένεση της ημικυλινδρικής καμάρας που τον κάλυπτε, στις περισσότερες περιπτώσεις τα δωμάτια πρέπει να είχαν ξύλινες οροφές από τις οποίες δεν έχουν σωθεί παρά μόνο τα μεταλλικά καρφιά που συγκρατούσαν τα δοκάρια. Οι στέγες καλύπτονταν με κεραμίδια (στρωτήρες και καλυπτήρες) που έχουν βρεθεί άφθονα στα στρώματα καταστροφής. Στους εσωτερικούς χώρους υπήρχαν σε αρκετές περιπτώσεις κτιστά θρανία, ενίοτε επιστρωμένα με πήλινες πλάκες ενώ βρέθηκαν και αποθηκευτικοί πίθοι in situ.
|
Η πρώτη φάση του οικισμού (περ. μέσα 4ου-μέσα 6ου αι.) έχει περισσότερο οικιστικό χαρακτήρα, αν και έχουν εντοπιστεί και εργαστηριακές εγκαταστάσεις. Οι κατοικίες αυτής της φάσης είναι σχετικά ευρύχωρες, ενίοτε διώροφες, όπως φαίνεται και από τις λιθόκτιστες σκάλες που έχουν διασωθεί. Για την ανέγερση των οικιών αυτών επαναχρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό οικοδομικό υλικό από τα αρχαία κτίσματα, όπως κατώφλια, παραστάδες θυρών, βάθρα, ενεπίγραφες στήλες κ.ά., γεγονός που πιστοποιεί την εγκατάλειψη των αρχαίων ιερών. Στη δεύτερη φάση (μέσα 6ου-μέσα 7ου αι.) μετά τον καταστρεπτικό σεισμό τα σπίτια επισκευάστηκαν, τα θεμέλιά τους ενισχύθηκαν με ισχυρότατο κονίαμα, οι χώροι κατοίκησης διαιρέθηκαν σε μικρότερα δωμάτια για να εξυπηρετηθεί μεγαλύτερος αριθμός οικογενειών, ενώ οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις έγιναν πολύ περισσότερες. Οι πολεοδομικές αυτές εξελίξεις, που αντικατοπτρίζουν οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στο δεύτερο μισό του 6ου και στον 7ο αιώνα, συνάδουν με την εικόνα που έχουμε και από πολλές άλλες περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
|
Στο βορειοδυτικό τμήμα του ανασκαφικού χώρου εντοπίστηκε κυκλική κατασκευή με προστομιαίο διάδρομο που φαίνεται ότι λειτουργούσε ως ασβεστοκάμινος κατά την πρώτη φάση ζωής του χώρου. Ωστόσο φαίνεται ότι εξακολούθησε να λειτουργεί ως εργαστηριακός χώρος, και κατά τη δεύτερη φάση. Εργαστηριακές εγκαταστάσεις με αγωγούς μαζί με οικιστικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν και στα ανατολικά του ανασκαφικού χώρου, στο οικόπεδο Ιερομνήμονος. Οι εγκαταστάσεις αυτές μάλιστα σε συνδυασμό με τον εντοπισμό σε παλαιότερες ανασκαφικές περιόδους, σε κοντινό χώρο θραυσμάτων κακοψημένων υστερορωμαϊκών αμφορέων τύπου 1 και 13, από το β΄μισό του 6ου και το α΄μισό του 7ου αιώνα, ενισχύει την πιθανότητα ότι κάποιες από τις εγκαταστάσεις αυτές ήταν εργαστήρια κεραμέων κατά τη δεύτερη φάση του οικισμού.
|
Το ταφικό συγκρότημα που έχει αποκαλυφθεί στο νοτιοδυτικό τμήμα του χώρου φαίνεται ότι αρχικά ήταν οικογενειακός τάφος μιας σημαίνουσας οικογένειας της πρώτης φάσης του οικισμού, που όμως αργότερα φιλοξένησε περισσότερες ταφές. Βιαστικοί και πρόχειροι μάλιστα ενταφιασμοί μεγάλου αριθμού ατόμων που χρονολογούνται περί τα μέσα του 6ου αιώνα, όπως συμπεραίνεται από τα λυχνάρια που συνόδευαν τους νεκρούς, μπορούν ενδεχομένως να συνδεθούν με τα θύματα του σεισμού του 554.