Από το ιερό τού ΑπόλλωναΤα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της ανασκαφής του ιερού του Απόλλωνα Πυθαίου/Πυθαέως αφορούν πρώτα απ’ όλα 50 αρχαίες επιγραφές που δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις λατρείες που τελούνταν στο ιερό από τον ιερέα του Απόλλωνα, για τους αξιωματούχους και τους αναθέτες σε αυτό. Βρέθηκαν ακόμη 65 έργα γλυπτικής και γύρω στα 50 κοροπλαστικής ενώ πολύ μεγάλος είναι ο όγκος της κεραμικής, κυρίως χρηστικής. Πολλά από τα ευρήματα αυτά προέρχονται από τα υστερορωμαϊκά-πρώιμα βυζαντινά στρώματα. Από τα γλυπτά πολύ ενδιαφέροντα είναι ο πάνω κορμός αγαλματίου κούρου και τα μικρού μεγέθους μαρμάρινα αγαλματίδια γυμνής ή ημίγυμνης Αφροδίτης σε γνωστούς υστεροελληνιστικούς τύπους. Αγαλματίδια αυτής της θεάς είναι πολύ φυσικό να είχαν ανατεθεί στο ιερό του Απόλλωνα της Αλάσαρνας, αφού είναι επιγραφικά μαρτυρημένη η λατρεία της θεάς στο ιερό, καθώς και η ύπαρξη ιερού κήπου και βαλανείου της πιθανότατα κάπου κοντά. Στα γλυπτά περιλαμβάνονται και τρεις εικονιστικές ανδρικές κεφαλές φυσικού μεγέθους, θραύσματα μεγάλων αγαλμάτων ενδεδυμένων ανδρικών μορφών, αγάλματα και θραύσματα αγαλμάτων λιονταριών και ερπετών και διάφορα άλλα, πολύ φθαρμένα δυστυχώς.
Λίγα είναι τα αναθηματικά και επιτύμβια ανάγλυφα, από τα οποία ξεχωρίζει το τμήμα ελληνιστικού επιτύμβιου αναγλύφου καλής ποιότητας και μνημειακού χαρακτήρα, με απεικόνιση ώριμου άνδρα σε δεξίωση με χλαμυδοφόρο νέο και ενός παιδιού - μικρού δούλου- δίπλα τους, ενώ στο ελλείπον σήμερα τμήμα του αναγλύφου, θα είχαν απεικονισθεί και άλλα ακόμη πρόσωπα. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα λίγα σχετικά πήλινα ειδώλια που σώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση, όπως το ακέφαλο, πολύ καλής ποιότητας, ειδώλιο της Ίσιδας με τον Αρποκράτη πάνω σε πεσσό, μίας υστεροελληνιστικής χορεύτριας σε έντονη φυγόκεντρη κίνηση και άλλων τύπων, προπάντων γυναικείων αλλά και ανδρικών, πτηνών κ.λπ. που είναι συνήθεις σε ιερά. Από τα ευρήματα κεραμικής ξεχωρίζει προ πάντων ο μεγάλος αριθμός των τυπικών κωακών αμφορέων με τις διπλές, συχνά ενσφράγιστες λαβές, για τη μεταφορά υγρών και στερεών προϊόντων. Η ανεύρεση επίσης εμπορικών αμφορέων, καθώς και άλλων κατηγοριών επείσακτης κεραμικής, από διάφορα άλλα κέντρα της Μεσογείου μαρτυρούν ακμαίο εμπόριο της περιοχής κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Στην κεραμική περιλαμβάνονται πολλά επιτραπέζια αγγεία – πινάκια, σκύφοι, κύπελλα κ.ά. –, πολλές χύτρες, λεκάνες και πολλά άλλα σκεύη που μαζί με το πλήθος των αμφορέων μαρτυρούν την τέλεση συμποσίων στο ιερό. Μεγάλος είναι ο αριθμός και των λυχναριών, μάλλον για την τέλεση νυχτερινών ιεροπραξιών, λίγα τα νομίσματα και γενικά τα αξιόλογα μεταλλικά σκεύη. |
Από τον πρώιμο βυζαντινό οικισμόΗ πλειονότητα των κινητών ευρημάτων αποτελείται από όστρακα αμφορέων οι οποίοι χρησίμευαν για τη μεταφορά ή αποθήκευση υγρών και στερεών προϊόντων. Οι αμφορείς προσφέρουν επομένως πολύτιμες πληροφορίες για τις εμπορικές δραστηριότητες του οικισμού, και συγκεκριμένα για τις εξαγωγές και εισαγωγές γεωργικών προϊόντων. Εντύπωση προκαλεί η συστηματική παραγωγή τοπικών κωακών αμφορέων κατά τον 6ο / 7ο αιώνα (Φάση ΙΙ) που προορίζονταν για εξαγωγή αγροτικών προϊόντων. Σφραγίσματα στο λαιμό των αγγείων αυτών, που απεικονίζουν αυτοκράτορες ή διοικητικούς αξιωματούχους, μαρτυρούν τον κρατικό οικονομικό έλεγχο επί του περιεχομένου των αμφορέων την περίοδο αυτή.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα θραύσματα αγγείων με ερυθρό επίχρισμα, κυρίως πινακίων, τα οποία χρονολογούνται ακριβώς και για αυτό βοηθούν στη χρονολόγηση των φάσεων ζωής του οικισμού από τον 4ο μέχρι τον 7ο αι. Τα αγγεία αυτά, που εισάγονταν κυρίως από τη βόρεια Αφρική, τη Φώκαια και την Κύπρο, μαρτυρούν τις εμπορικές διασυνδέσεις της παλαιοχριστιανικής Αλάσαρνας με πολλές θέσεις της Μεσογείου ενώ τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο, ενισχύεται η άποψη για την παραγωγή τοπικών απομιμήσεων. Αξιοσημείωτη είναι η εύρεση μεγάλου αριθμού εισηγμένων λυχναριών ποικίλης προέλευσης: Αφρικανικά, Σαμιακά, Μικρασιατικά πολλά από τα οποία είναι ακέραια. Τέλος μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν υάλινα αγγεία, μήτρα χύτευσης κοσμημάτων αλλά και μικρού μεγέθους αντικείμενα μετάλλινα ή οστέινα. |