Στον χώρο έχει αποκαλυφθεί ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πανάρχαιου ιερού του Πυθαίου-Πυθαέως Απόλλωνα, που υπήρξε το κέντρο του θρησκευτικού, δημόσιου και πολιτικού βίου του δήμου των Αλασαρνιτών.
Το σημαντικότερο κτίριο που έχει έρθει στο φως είναι το κτίριο Γ - ναός δωρικού ρυθμού, απλός εν παραστάσι - που έχει αποκαλυφθεί σε όλη του την έκταση και σε αρκετά καλή κατάσταση. Για μορφολογικούς λόγους έχει χρονολογηθεί στο α΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Ο ναός αυτός είναι πολύ πιθανόν να ταυτίζεται με τον ναό του Απόλλωνα Πυθαίου-Πυθαέως της αρχαίας Αλάσαρνας.
Από τα ανασκαφικά και επιγραφικά δεδομένα προκύπτει ότι ο ναός, αν και είναι πολύ πιθανόν να υπέστη μία πρώτη καταστροφή λόγω του γνωστού μεγάλου σεισμού του 139 μ.Χ. ή 142 μ.Χ., επί Αντωνίνου του Ευσεβούς, εξακολούθησε να λειτουργεί για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα και μετά το 212 μ.Χ., ενώ η μεγάλη καταστροφή και εγκατάλειψή του πρέπει να χρονολογηθεί μετά από αυτήν την περίοδο. Ο υπόλοιπος χώρος μπροστά από τον ναό φαίνεται ότι ήταν ελεύθερος από οποιοδήποτε κτίσμα, ένα είδος πλατείας, μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, καθώς δεν εντοπίστηκαν οικοδομικά κατάλοιπα.
Το σημαντικότερο κτίριο που έχει έρθει στο φως είναι το κτίριο Γ - ναός δωρικού ρυθμού, απλός εν παραστάσι - που έχει αποκαλυφθεί σε όλη του την έκταση και σε αρκετά καλή κατάσταση. Για μορφολογικούς λόγους έχει χρονολογηθεί στο α΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Ο ναός αυτός είναι πολύ πιθανόν να ταυτίζεται με τον ναό του Απόλλωνα Πυθαίου-Πυθαέως της αρχαίας Αλάσαρνας.
Από τα ανασκαφικά και επιγραφικά δεδομένα προκύπτει ότι ο ναός, αν και είναι πολύ πιθανόν να υπέστη μία πρώτη καταστροφή λόγω του γνωστού μεγάλου σεισμού του 139 μ.Χ. ή 142 μ.Χ., επί Αντωνίνου του Ευσεβούς, εξακολούθησε να λειτουργεί για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα και μετά το 212 μ.Χ., ενώ η μεγάλη καταστροφή και εγκατάλειψή του πρέπει να χρονολογηθεί μετά από αυτήν την περίοδο. Ο υπόλοιπος χώρος μπροστά από τον ναό φαίνεται ότι ήταν ελεύθερος από οποιοδήποτε κτίσμα, ένα είδος πλατείας, μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, καθώς δεν εντοπίστηκαν οικοδομικά κατάλοιπα.
Μπροστά από τον ναό αποκαλύφθηκε μία υστερορωμαϊκών χρόνων (3ος-5ος αι. μ.Χ.) πρόχειρη λατρευτική εγκατάσταση, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας βόθρος κατασκευασμένος από μεγάλες λιθοπλίνθους, πλαισιωμένος από ένα μαρμάρινο θρανίο εξέδρας στα αριστερά (δυτικά) και μία μαρμάρινη βάση δεξιά (ανατολικά)· και τα δύο προέρχονταν από προγενέστερες κατασκευές και ξαναχρησιμοποιήθηκαν εδώ. Εικάζεται ότι στο θρανίο θα τοποθετούσαν οι πιστοί τις προσφορές και τα αφιερώματά τους, ενώ η βάση θα χρησιμοποιήθηκε για να στηρίξει το άγαλμα ή αγαλμάτιο του θεού ή της θεάς που λατρευόταν στην πρόχειρη και υπαίθρια αυτή κατασκευή. Το πιθανότερο είναι ότι η κατασκευή αφορούσε κάποιον από τους θεούς με χθόνια υπόσταση που γνωρίζουμε επιγραφικά ότι λατρεύονταν στο ιερό, όπως η Εκάτη Στρατία και προπάντων η Εστία Τιμαχεία, αφού οι βόθροι γενικά συνδέονται με τη χθόνια λατρεία. Η εγκατάσταση αυτή θα λειτoύργησε, όταν εγκαταλείφθηκε ο ναός λόγω καταστροφής του και άρχισε να κυριαρχεί η χριστιανική θρησκεία.
Νοτιότερα έχει αποκαλυφθεί μεγάλο τμήμα του μεταγενέστερου, μνημειακού κτιρίου Α (τέλη 2ου με αρχές 1ου αι. π.Χ.). Στη βόρεια πλευρά του υπάρχει επιμήκης δωρική αραιόστυλη στοά, πιθανόν με ξύλινο θριγκό, που αποκαθίσταται σχεδιαστικά σε μήκος 12 μ. Αν και η καταστροφή που προκάλεσαν στο κτίριο Α οι οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση ξενοδοχείου και οι οποίες έφεραν στο φως τις αρχαιότητες είναι πολύ μεγάλες, από τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα προκύπτει ότι πρόκειται για κάποιο δημόσιο κτίριο που ίσως συνανήκει με το κτίριο Β που βρίσκεται μπροστά του στα ανατολικά και από το οποίο σώζεται ο νότιος τοίχος με πρώιμα βυζαντινά προσκτίσματα.
Ανατολικά, στο επίσης απαλλοτριωμένο οικόπεδο Μιχ. Ιερομνήμονος, έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη τριών τουλάχιστον ακόμη μνημειακών κτιρίων. Στο ένα από αυτά, το κτίριο Ε, η ανασκαφή έχει προχωρήσει προς το παρόν κατά μήκος παρακολουθώντας την πορεία του τοίχου Τ307. Ο πολύ μακρύς και μνημειακός αυτός τοίχος είναι κτισμένος από κανονικές, καλοδουλεμένες λιθοπλίνθους από πώρο Κεφάλου. Σε επαφή με την ανατολική πλευρά του τοίχου αυτού αποκαλύφθηκε στρώση από παρόμοιες, μεγάλες λιθοπλίνθους από πώρο Κεφάλου που καλύπτουν μία σχεδόν τετράγωνη επιφάνεια διαστάσεων 3,75X3,70 μ., προφανώς υπόστρωση δαπέδου κάποιου κτίσματος. Η εικόνα που δίνουν αυτές οι δύο κατασκευές προς το παρόν είναι ενός μνημειακού περιβόλου και προπύλου εισόδου στο τμήμα του ιερού όπου βρίσκονται τα κτίρια Γ και Α. Από την προκαταρκτική μελέτη της κεραμικής της θεμελίωσής του φαίνεται ότι το κτίριο Ε οικοδομήθηκε μέσα σε αρχαϊκό στρώμα κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
|
Μνημειακό και πολύ σημαντικό επίσης είναι το κτίριο Ζ, μία μεγάλου μήκους στοά με προσανατολισμό προς τα δυτικά, η ανασκαφή της οποίας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί η κρηπίδα, η θεμελίωση και ο στυλοβάτης σε μήκος 31,90 μ. με τον πρώτο και δεύτερο δόμο ανωδομής να φθάνουν σε ορισμένα σημεία το ύψος των 91 εκ. Το κτίριο είναι κτισμένο από μεγάλες, κανονικά λαξευμένες λιθοπλίνθους από αμυγδαλόπετρα στην κρηπίδα και πώρινες στα θεμέλια. Εσωτερικά έχει επίσης αποκαλυφθεί μικρό τμήμα του υποστρώματος του δαπέδου του από μεγάλες πώρινες, κανονικά λαξευμένες λιθοπλίνθους. Στον στυλοβάτη διασώζονται τα κυκλικά ίχνη στήριξης 6 κιόνων καθώς και η νότια γωνία του κτιρίου. Με βάση το μεταξόνιο των 6 κιόνων, ίχνη των οποίων εντοπίστηκαν στον στυλοβάτη και το οποίο έχει μήκος 2,44 μ., το συνολικό μήκος της στοάς υπολογίζεται σε τουλάχιστον 34,20 μ.
Μνημειακό είναι επίσης το κτίριο Δ, η αποκάλυψη του οποίου ολοκληρώθηκε το 2016. Είναι ένας ακόμη ναός, δίστυλος εν παραστάσι, μήκους 11,30 μ. και πλ. 6,25 μ., με προσανατολισμό από βορρά προς νότον. Ο ανατολικός του, μνημειακός, τοίχος, που σώζεται σε ύψος 2,68 μ., καθώς και τμήμα του δυτικού του τοίχου, είναι κτισμένοι από μεγάλες λιθοπλίνθους από λευκό τοπικό ασβεστόλιθο (ασπρόπετρα), με τους πειόσχημους μεταλλικούς συνδέσμους τους κατά χώραν. Σύρριζα στην εξωτερική, ανατολική παρειά του ανατολικού τοίχου, και παράλληλα με την ευθυντηρία του, έχει αποκαλυφθεί από παλαιά επιμελημένης κατασκευής λιθόκτιστος αγωγός. Στο πίσω μέρος του σηκού του κτιρίου Δ σώζονται στη θέση του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος κατάλοιπα μίας ορθογώνιας, μεταγενέστερης, κατασκευής. Η κεραμική που βρέθηκε εξωτερικά, παράλληλα με τα θεμέλια του κτιρίου Δ και εσωτερικά, πάνω στο δάπεδό του χρονολογείται στην πρώιμη και κυρίως στη μέση αυτοκρατορική εποχή, και ειδικότερα στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. Τη χρονολόγηση του κτιρίου Δ στη ρωμαϊκή περίοδο ενισχύει και ο διαφορετικός προσανατολισμός του από τα υπόλοιπα κτίρια του ιερού, η χυτή τοιχοποιία στο δυτικό θεμέλιό του και η πάκτωση των πλακοειδών λίθων της θεμελίωσης του υποστρώματος του δαπέδου του σε ασβεστοκονίαμα.