Αν και το ιερό του Απόλλωνα είναι γνωστό από πολύ παλιά, άγνωστη ωστόσο παρέμενε η θέση του οικισμού ή ορθότερα της πόλης των Αλασαρνιτών μέχρι σήμερα καθώς και των νεκροπόλεών της. Για το λόγο αυτό αποφασίσαμε την πραγματοποίηση συστηματικής έρευνας επιφανείας μέσα στα όρια του αρχαίου δήμου των Αλασαρνιτών που θα συνέβαλλε στην πληρέστερη μελέτη και κατανόησή του. Ένας ακόμη λόγος για τη διεξαγωγή της εντατικής έρευνας επιφανείας ήταν η ανάγκη συστηματικής μελέτης των αρχαίων δήμων, οι οποίοι, ως γνωστό, αποτελούσαν λιγότερο ή περισσότερο αυτοδύναμες οικονομικές και πολιτικές μονάδες, καθώς και των μεταξύ τους σχέσεων.
Η περιοχή που ερευνήθηκε επιφανειακά διαιρέθηκε με τη βοήθεια οργάνων του Παγκόσμιου Γεωδαιτικού Συστήματος Eντοπισμού (GPS) και λογισμικού του Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών (GIS) σε τετράγωνα 100x100 μ. Σε κάθε τετράγωνο που ερευνήθηκε από ομάδα πέντε ατόμων με παράλληλες διαδρομές σε απόσταση είκοσι μέτρων του ενός από το άλλο, μετρήθηκαν σχολαστικά όλα τα κινητά ευρήματα (κεραμική, λίθινα) και καταγράφηκαν τα ακίνητα ευρήματα (αναλημματικοί τοίχοι, αρχιτεκτονικά μέλη). Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, εντοπίστηκαν αρκετές επιγραφές.
Από την έως τώρα μελέτη των ευρημάτων προκύπτει η ακόλουθη εικόνα: Από την ύστερη νεολιθική και την πρώιμη εποχή του χαλκού έχουν εντοπισθεί συνολικά επτά θέσεις, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στη μία από αυτές (λόφος Κουτλούση) συλλέχτηκαν περίπου 2000 όστρακα και πολλά κομμάτια οψιανού. Όλες οι θέσεις βρέθηκαν σε λόφους και προφανώς διατηρήθηκαν επειδή δεν υπήρξε εκεί μεταγενέστερη εγκατάσταση.
Αντιθέτως από τη μέση και ύστερη εποχή του χαλκού δεν υπάρχουν ευρήματα, γεγονός που ίσως έχει σχέση με τη μειωμένη σπουδαιότητα του οψιανού ως υλικού κατά τις περιόδους αυτές που αφθονεί στο γειτονικό νησάκι Γυαλί και τη συνακόλουθη αναζήτηση άλλων θέσεων εγκατάστασης από τους κατοίκους.
Από τη γεωμετρική εποχή εντοπίστηκε μόνο ένα νεκροταφείο (λόφος Κουτλούση), φαίνεται όμως ότι η χρήση του χώρου αυτού συνεχίστηκε έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Από την αρχαϊκή περίοδο εντοπίστηκε επίσης μία μόνο θέση με ελάχιστα όστρακα, όπου όμως βρέθηκε και ένα υστεροαρχαϊκό πήλινο ειδώλιο μίας καθιστής μορφής. Σχετικά λιγοστή είναι η κεραμική των κλασικών χρόνων που βρέθηκε και ανήκει κυρίως στα ύστερα χρόνια αυτής της περιόδου.
Εντοπίστηκε μία μόνο υστεροκλασική θέση σε έναν λόφο κοντά στο ιερό του Απόλλωνα (λόφος Κούκος). Η εικόνα αυτή αλλάζει άρδην κατά την ελληνιστική εποχή, όπως δείχνει η κατακόρυφη αύξηση της κεραμικής. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας είναι και ο εντοπισμός της θέσης της ελληνιστικής πόλης της Αλάσαρνας στα βόρεια και δυτικά του σύγχρονου χωριού της Καρδάμαινας, όπως προκύπτει από τη μεγάλη συγκέντρωση ελληνιστικής κυρίως κεραμικής και πλίνθων. Μεγάλο τμήμα της αρχαία πόλης πιθανόν να έχει καταστραφεί από τη σύγχρονη οικοδόμηση. Το θέατρο και τα δημόσια κτήρια που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, καθώςεπίσης και το ελληνιστικό νεκροταφείο που εντοπίστηκε σε ένα κοντινόύψωμα (Τάφοι), όπου βρέθηκαν τουλάχιστον 60 τάφοι, συνηγορούν υπέρ του εντοπισμού της πόλης στη συγκεκριμένη θέση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι η πλειονότητα των ελληνιστικών οστράκων από την ευρύτερη περιοχή της Αλάσαρνας ανήκει σε αμφορείς με τις χαρακτηριστικές διπλές λαβές. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους σημειώθηκε αύξηση της παραγωγής και εξαγωγής γεωργικών προϊόντων. Η εύρεση μεγάλης ποσότητας κακοψημένου πηλού και οστράκων, κυρίως της ελληνιστικής εποχής, σε τρία διαφορετικά σημεία, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι εκεί λειτουργούσαν κεραμικά εργαστήρια. Ιδιαίτερα αξίζει να αναφερθεί και μία θέση κοντά στους Αγίους Αναργύρους, όπου βρέθηκε in situ τμήμα ψηφιδωτού και υποκαύστου, που φανερώνουν ότι εκεί μάλλον βρισκόταν μία έπαυλη ή κάποιο ιερό. Κατάλοιπα τείχους πλάτους 0,60μ., κτισμένου από κροκαλοπαγείς λίθους σε δύο σειρές χωρίς συνδετικό υλικό, που ίσως ανήκουν σε οχύρωση, έχουν βρεθεί μόνον στην περιοχή του κάστρου της Αντιμάχειας. Γενικότερα, πάντως, διαπιστώνεται μετατόπιση των οικιστικών θέσεων από τους λόφους και τα υψώματα στην πεδιάδα της σύγχρονης Καρδάμαινας.
Η αναμφίβολη ακμή που διαπιστώνεται για την ελληνιστική περίοδο μάλλον συνεχίστηκε και κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Αντίθετα, τα ευρήματα που μπορούν να χρονολογηθούν μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου αιώνα μετά Χριστόν μειώνονται δραματικά, κάτι που προκύπτει και από τα ανασκαφικά δεδομένα στο χώρο του ιερού. Αυτό ίσως οφείλεται στον καταστροφικό σεισμό που γνωρίζουμε ότι έπληξε την περιοχή το 139 μ.Χ. Ελπίζουμε ότι η ολοκλήρωση της έρευνας και της μελέτης του υλικού θα μας προσφέρουν μία πληρέστερη εικόνα για την εποχή αυτή. Ο παλαιοχριστιανικόςοικισμός πάντως ήταν περισσότερο εκτεταμένος αφού απλωνόταν κατά μήκος της παραλίας σε συνολικό μήκος έξι χιλιομέτρων. Η ύπαρξη τεσσάρων γνωστών βασιλικών μαρτυρεί την ακμή του. Δεν είναι όμως σαφές, αν ο οικισμός ήταν όντως ενιαίος ή διαιρεμένος σε ανεξάρτητες μεταξύ τους συνοικίες. Έχουν επίσης ερευνηθεί, όπως αναφέρθηκε, και δύο οχυρές θέσεις, το γνωστό Εβραιόκαστρο και το έως τώρα άγνωστο Παλιόκαστρο.Σε αυτές φαίνεται ότι υπήρχε κάποιου είδους δραστηριότητα τουλάχιστον από την ελληνιστική εποχή, ωστόσο η πλειονότητα της κεραμικής που βρέθηκε χρονολογείται στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Και οι δύο αυτές θέσεις δεν αποκλείεται να αντιστοιχούν στα περιπόλια και φρούρια που αναφέρονται στο τιμητικό ψήφισμα υπέρ του Θευκλή Αγλάου, ενώ η ελληνιστική - ρωμαϊκή οχύρωση που φαίνεται ότι υπήρχε στη θέση του κάστρου της Αντιμάχειας θα μπορούσε να ήταν το κύριο περιπόλιο της Αλάσαρνας που ίσως συνέχιζε να χρησιμοποιείται ως καταφύγιο και κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Τέλος, ερευνήθηκαν και τα κτιριακά κατάλοιπα μίας βιοτεχνικής εγκατάστασης παραγωγής λαδιού (γερμανικό ελαιοπιεστήριο) που σώζονται σε χαμηλό ύψωμα στα βορειοανατολικά της κοιλάδας της Καρδάμαινας, στη θέση Παναγιά, κοντά στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Νορίντα. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, που αποτελείται από μία οικία, δύο ελαιοτριβεία, έναν αποθηκευτικό χώρο, μία κρήνη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ανήκει στο 2ο μισό του 19ου αιώνα, είναι δηλαδή περίπου σύγχρονο με την Παλαιά Καρδάμαινα που κτίστηκε γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα σε αρκετή απόσταση από την ακτή στα νοτιοδυτικά της πεδιάδας της Καρδάμαινας, όταν οι κάτοικοι από το Κάστρο της Αντιμάχειας κατέβηκαν και πάλι στον εύφορο κάμπο.
Από αυτά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα προκύπτει η εικόνα ενός ακμαίου δήμου με χιλιετή ιστορία, αφού η ίδρυσή του συμπίπτει τουλάχιστον με τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και η ζωή του οποίου συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τον 7ο
αιώνα μ.Χ. Οι πειρατικές επιδρομές της εποχής αυτής αναγκάζουν τους κατοίκους να αποσυρθούν σε πιο οχυρές θέσεις στο εσωτερικό του νησιού, κατά πάσα πιθανότητα στην περιοχή της σύγχρονης Αντιμάχειας και στο κάστρο της, από όπου θα κατέβουν στα πεδινά και στην ακτή μόλις κατά τον 19ο αιώνα. Η οικονομία του αρχαίου δήμου υπήρξε αγροτική με βασικά προϊόντα το κρασί και το λάδι, όπως μπορεί να συναχθεί από το πλήθος των οστράκων από εμπορικούς οξυπύθμενους αμφορείς που βρέθηκαν τόσο στο χώρο του ιερού όσο και κατά την έρευνα επιφανείας. Η σύγχρονη Καρδάμαινα έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει την αγροτική οικονομία που άνθιζε μέχρι και μετά τα μέσα του 20ου αι. και ζει βασικά από τον τουρισμό.
Η περιοχή που ερευνήθηκε επιφανειακά διαιρέθηκε με τη βοήθεια οργάνων του Παγκόσμιου Γεωδαιτικού Συστήματος Eντοπισμού (GPS) και λογισμικού του Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών (GIS) σε τετράγωνα 100x100 μ. Σε κάθε τετράγωνο που ερευνήθηκε από ομάδα πέντε ατόμων με παράλληλες διαδρομές σε απόσταση είκοσι μέτρων του ενός από το άλλο, μετρήθηκαν σχολαστικά όλα τα κινητά ευρήματα (κεραμική, λίθινα) και καταγράφηκαν τα ακίνητα ευρήματα (αναλημματικοί τοίχοι, αρχιτεκτονικά μέλη). Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, εντοπίστηκαν αρκετές επιγραφές.
Από την έως τώρα μελέτη των ευρημάτων προκύπτει η ακόλουθη εικόνα: Από την ύστερη νεολιθική και την πρώιμη εποχή του χαλκού έχουν εντοπισθεί συνολικά επτά θέσεις, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στη μία από αυτές (λόφος Κουτλούση) συλλέχτηκαν περίπου 2000 όστρακα και πολλά κομμάτια οψιανού. Όλες οι θέσεις βρέθηκαν σε λόφους και προφανώς διατηρήθηκαν επειδή δεν υπήρξε εκεί μεταγενέστερη εγκατάσταση.
Αντιθέτως από τη μέση και ύστερη εποχή του χαλκού δεν υπάρχουν ευρήματα, γεγονός που ίσως έχει σχέση με τη μειωμένη σπουδαιότητα του οψιανού ως υλικού κατά τις περιόδους αυτές που αφθονεί στο γειτονικό νησάκι Γυαλί και τη συνακόλουθη αναζήτηση άλλων θέσεων εγκατάστασης από τους κατοίκους.
Από τη γεωμετρική εποχή εντοπίστηκε μόνο ένα νεκροταφείο (λόφος Κουτλούση), φαίνεται όμως ότι η χρήση του χώρου αυτού συνεχίστηκε έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Από την αρχαϊκή περίοδο εντοπίστηκε επίσης μία μόνο θέση με ελάχιστα όστρακα, όπου όμως βρέθηκε και ένα υστεροαρχαϊκό πήλινο ειδώλιο μίας καθιστής μορφής. Σχετικά λιγοστή είναι η κεραμική των κλασικών χρόνων που βρέθηκε και ανήκει κυρίως στα ύστερα χρόνια αυτής της περιόδου.
Εντοπίστηκε μία μόνο υστεροκλασική θέση σε έναν λόφο κοντά στο ιερό του Απόλλωνα (λόφος Κούκος). Η εικόνα αυτή αλλάζει άρδην κατά την ελληνιστική εποχή, όπως δείχνει η κατακόρυφη αύξηση της κεραμικής. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας είναι και ο εντοπισμός της θέσης της ελληνιστικής πόλης της Αλάσαρνας στα βόρεια και δυτικά του σύγχρονου χωριού της Καρδάμαινας, όπως προκύπτει από τη μεγάλη συγκέντρωση ελληνιστικής κυρίως κεραμικής και πλίνθων. Μεγάλο τμήμα της αρχαία πόλης πιθανόν να έχει καταστραφεί από τη σύγχρονη οικοδόμηση. Το θέατρο και τα δημόσια κτήρια που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, καθώςεπίσης και το ελληνιστικό νεκροταφείο που εντοπίστηκε σε ένα κοντινόύψωμα (Τάφοι), όπου βρέθηκαν τουλάχιστον 60 τάφοι, συνηγορούν υπέρ του εντοπισμού της πόλης στη συγκεκριμένη θέση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι η πλειονότητα των ελληνιστικών οστράκων από την ευρύτερη περιοχή της Αλάσαρνας ανήκει σε αμφορείς με τις χαρακτηριστικές διπλές λαβές. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους σημειώθηκε αύξηση της παραγωγής και εξαγωγής γεωργικών προϊόντων. Η εύρεση μεγάλης ποσότητας κακοψημένου πηλού και οστράκων, κυρίως της ελληνιστικής εποχής, σε τρία διαφορετικά σημεία, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι εκεί λειτουργούσαν κεραμικά εργαστήρια. Ιδιαίτερα αξίζει να αναφερθεί και μία θέση κοντά στους Αγίους Αναργύρους, όπου βρέθηκε in situ τμήμα ψηφιδωτού και υποκαύστου, που φανερώνουν ότι εκεί μάλλον βρισκόταν μία έπαυλη ή κάποιο ιερό. Κατάλοιπα τείχους πλάτους 0,60μ., κτισμένου από κροκαλοπαγείς λίθους σε δύο σειρές χωρίς συνδετικό υλικό, που ίσως ανήκουν σε οχύρωση, έχουν βρεθεί μόνον στην περιοχή του κάστρου της Αντιμάχειας. Γενικότερα, πάντως, διαπιστώνεται μετατόπιση των οικιστικών θέσεων από τους λόφους και τα υψώματα στην πεδιάδα της σύγχρονης Καρδάμαινας.
Η αναμφίβολη ακμή που διαπιστώνεται για την ελληνιστική περίοδο μάλλον συνεχίστηκε και κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Αντίθετα, τα ευρήματα που μπορούν να χρονολογηθούν μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου αιώνα μετά Χριστόν μειώνονται δραματικά, κάτι που προκύπτει και από τα ανασκαφικά δεδομένα στο χώρο του ιερού. Αυτό ίσως οφείλεται στον καταστροφικό σεισμό που γνωρίζουμε ότι έπληξε την περιοχή το 139 μ.Χ. Ελπίζουμε ότι η ολοκλήρωση της έρευνας και της μελέτης του υλικού θα μας προσφέρουν μία πληρέστερη εικόνα για την εποχή αυτή. Ο παλαιοχριστιανικόςοικισμός πάντως ήταν περισσότερο εκτεταμένος αφού απλωνόταν κατά μήκος της παραλίας σε συνολικό μήκος έξι χιλιομέτρων. Η ύπαρξη τεσσάρων γνωστών βασιλικών μαρτυρεί την ακμή του. Δεν είναι όμως σαφές, αν ο οικισμός ήταν όντως ενιαίος ή διαιρεμένος σε ανεξάρτητες μεταξύ τους συνοικίες. Έχουν επίσης ερευνηθεί, όπως αναφέρθηκε, και δύο οχυρές θέσεις, το γνωστό Εβραιόκαστρο και το έως τώρα άγνωστο Παλιόκαστρο.Σε αυτές φαίνεται ότι υπήρχε κάποιου είδους δραστηριότητα τουλάχιστον από την ελληνιστική εποχή, ωστόσο η πλειονότητα της κεραμικής που βρέθηκε χρονολογείται στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Και οι δύο αυτές θέσεις δεν αποκλείεται να αντιστοιχούν στα περιπόλια και φρούρια που αναφέρονται στο τιμητικό ψήφισμα υπέρ του Θευκλή Αγλάου, ενώ η ελληνιστική - ρωμαϊκή οχύρωση που φαίνεται ότι υπήρχε στη θέση του κάστρου της Αντιμάχειας θα μπορούσε να ήταν το κύριο περιπόλιο της Αλάσαρνας που ίσως συνέχιζε να χρησιμοποιείται ως καταφύγιο και κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Τέλος, ερευνήθηκαν και τα κτιριακά κατάλοιπα μίας βιοτεχνικής εγκατάστασης παραγωγής λαδιού (γερμανικό ελαιοπιεστήριο) που σώζονται σε χαμηλό ύψωμα στα βορειοανατολικά της κοιλάδας της Καρδάμαινας, στη θέση Παναγιά, κοντά στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Νορίντα. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, που αποτελείται από μία οικία, δύο ελαιοτριβεία, έναν αποθηκευτικό χώρο, μία κρήνη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ανήκει στο 2ο μισό του 19ου αιώνα, είναι δηλαδή περίπου σύγχρονο με την Παλαιά Καρδάμαινα που κτίστηκε γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα σε αρκετή απόσταση από την ακτή στα νοτιοδυτικά της πεδιάδας της Καρδάμαινας, όταν οι κάτοικοι από το Κάστρο της Αντιμάχειας κατέβηκαν και πάλι στον εύφορο κάμπο.
Από αυτά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα προκύπτει η εικόνα ενός ακμαίου δήμου με χιλιετή ιστορία, αφού η ίδρυσή του συμπίπτει τουλάχιστον με τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και η ζωή του οποίου συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τον 7ο
αιώνα μ.Χ. Οι πειρατικές επιδρομές της εποχής αυτής αναγκάζουν τους κατοίκους να αποσυρθούν σε πιο οχυρές θέσεις στο εσωτερικό του νησιού, κατά πάσα πιθανότητα στην περιοχή της σύγχρονης Αντιμάχειας και στο κάστρο της, από όπου θα κατέβουν στα πεδινά και στην ακτή μόλις κατά τον 19ο αιώνα. Η οικονομία του αρχαίου δήμου υπήρξε αγροτική με βασικά προϊόντα το κρασί και το λάδι, όπως μπορεί να συναχθεί από το πλήθος των οστράκων από εμπορικούς οξυπύθμενους αμφορείς που βρέθηκαν τόσο στο χώρο του ιερού όσο και κατά την έρευνα επιφανείας. Η σύγχρονη Καρδάμαινα έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει την αγροτική οικονομία που άνθιζε μέχρι και μετά τα μέσα του 20ου αι. και ζει βασικά από τον τουρισμό.